- σερός
- Α(κατά τον Ησύχ.) «χθές. Ἠλεῑοι».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ηλειακό τ. τής καθημερινής γλώσσας αντί τού χθές, που ανάγεται σε αμάρτυρο *χyε-ρ-ός (πρβλ. αρχ. ινδ. hyah «χθες») με ένθημα -ρ- και κατάλ. -ός, πιθ. κατά το νυκτός].
Dictionary of Greek. 2013.